- επώνυμο
- Το όνομα της οικογένειας ή του οίκου που συνοδεύει το προσωπικό όνομα. Στους αρχαίους πολιτισμούς της ανατολικής Μεσογείου, στο προσωπικό όνομα προσέθεταν μερικές φορές το όνομα του πατέρα. Στους Άραβες, π.χ., Μοχάμετ ιμπν Άφαν και στους Εβραίους Σαμουέλ μπαρ Γοσέφ (το ιμπν και το μπαρ σήμαιναν γιος του –). Στους αρχαίους Έλληνες συναντάται το όνομα του γένους: π.χ. Λαβδακίδαι· αργότερα, στο κύριο όνομα ένωναν το όνομα του πατέρα και ενίοτε και του τόπου καταγωγής: π.χ. Σωκράτης Σωφρονίσκου Αλωπεκήθεν (δηλαδή ο Σωκράτης, ο γιος του Σωφρονίσκου, από την Αλωπεκή). Στη Ρώμη είχαν υιοθετήσει ένα πιο ακριβές σύστημα: στο προσωπικό όνομα (π.χ. Manlius, Titus) προσέθεταν το όνομα του γένους, δηλαδή του συνόλου των οικογενειών που είχαν κοινή καταγωγή (π.χ. Julius, Cornelius)· από αυτό προήλθε το ε. (cognomen), που δήλωνε τον κλάδο του γένους (π.χ. Caesar, Scipio). Το όνομα του γένους (gens) και το ε. έγιναν κληρονομικά με τον καιρό, αλλά με την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας έπαψε να ισχύει αυτό το σύστημα ονομασίας. Στο Βυζάντιο τη θέση του ε. πήραν τα παρωνύμια· με την ανάπτυξη όμως της αριστοκρατίας παρουσιάζονταν ε. μεγάλων οικογενειών (π.χ. Παλαιολόγοι, Κομνηνοί), μερικά από τα οποία έχουν διατηρηθεί. Στη Δύση, στις αρχές του Μεσαίωνα, κύριο όνομα είχε μείνει μόνο το βαπτιστικό. Η ανάγκη όμως να διακρίνονται πρόσωπα που είχαν το ίδιο όνομα οδήγησε στην προσθήκη ενός δεύτερου ονόματος ή στην αναφορά του ονόματος του πατέρα (και μερικές φορές της μητέρας). Η αναφορά του πατρικού ονόματος παρατηρείται και στα ελληνικά ονόματα κατά την τουρκοκρατία· έτσι, οι καταλήξεις -άκης, -άκος, -έλλης, -πουλος, -ίδης (ανάλογα με την περιοχή) και η τουρκική λέξη ογλού (π.χ. Ψαράκης, Ψαράκος, Ψαρέλλης, Ψαρόπουλος, Ψαρίδης, Ψαρόγλου) έγιναν καταλήξεις ε. με τη σημασία γιος του - . Το ίδιο φαινόμενο υπάρχει στις νεοκλασικές, στις κελτικές και στις αγγλοσαξονικές γλώσσες, όπου η λέξη γιος προηγείται ή ακολουθεί το όνομα: π.χ. δανέζικα sen (Pedersen), σκοτσέζικα mac (MacGregor), ιρλανδικά fitz (Fitzgerald), αγγλικά son (Stevenson), γερμανικά sohn (Medelssohn) κ.ά. Πολλές φορές μετατράπηκαν σε ε. τα ονόματα τόπων, επαινετικά ή –περισσότερο– σκωπτικά παρατσούκλια που αναφέρονται σε ηθικές ή φυσικές ιδιότητες του προσώπου (π.χ. Κοντός, Μακρής, Χαμηλοθώρης, Άτσαλος κλπ.)· επίσης το επάγγελμα που ασκούσε κανείς (π.χ. Λαδάς, Ψωμάς, στα νεοελληνικά· Fabre, Pasteur στα γαλλικά· Medici στα ιταλικά· Müller στα γερμανικά), λέξεις που δηλώνουν ζώα (για παράδειγμα Λύκος, Γάτος κ.ά., Leboen στα γαλλικά, Leone στα ιταλικά).
Στη Δύση, η χρήση του ε. άρχισε να γίνεται υποχρεωτική από το τέλος του Μεσαίωνα. Στη Γαλλία ο Φραγκίσκος A’ διέταξε το 1539 τους εφημέριους να κρατούν καταλόγους με τα βαπτιστικά ονόματα των πιστών και με το όνομα του πατέρα και της μητέρας τους. Στην Τουρκία η χρήση του επιβλήθηκε από τον Κεμάλ Ατατούρκ.
Σε όλες τις πολιτισμένες χώρες το ε. αποτελεί αντικείμενο νομικής προστασίας και για την αλλαγή του υπάρχουν ειδικές δεσμεύσεις.
(Νομ.)Φραστικό σύμβολο που εξατομικεύει το πρόσωπο στις σχέσεις του προς τα άτομα άλλων οικογενειών.
Οι ρυθμίσεις περί ε., τόσο των τέκνων όσο και της συζύγου, άλλαξαν με νόμο που ψηφίστηκε το 1983. Η απόκτηση ε. του τέκνου γίνεται με δήλωση των γονέων πριν από τον γάμο και πρέπει να είναι κοινό για όλα τα τέκνα. Το ε. μπορεί να αποτελείται από το ε. του πατέρα ή από το ε. της μητέρας ή και από συνδυασμό των δύο ε. Σε σχέση δηλαδή με ό,τι ίσχυε πριν από το 1983, η μητέρα πλέον μπορεί να δώσει το ε. της στα τέκνα της.
Με τον γάμο δεν μεταβάλλεται το ε. των συζύγων ως προς τις έννομες σχέσεις. Μπορεί βέβαια ο κάθε σύζυγος στις κοινωνικές σχέσεις να χρησιμοποιεί το ε. του άλλου ή να το προσθέσει στο δικό του. Γυναίκες όμως που παντρεύτηκαν πριν από το 1983 και έχουν αναγκαστικά το ε. του συζύγου μπορούν να ανακτήσουν το πατρικό τους με την υποβολή δήλωσης στον ληξίαρχο.
Αν κάποιος χρησιμοποιεί παράνομα ένα ε. ή αμφισβητεί τη χρήση αυτού από κάποιον που νόμιμα το κατέχει, τότε ο δικαιούχος μπορεί να ζητήσει την άρση της προσβολής και την μελλοντική παράλειψή της.
Μεταβολή του ε. γίνεται με απόφαση του νομάρχη.
* * *τοβλ. επώνυμος.
Dictionary of Greek. 2013.